Ανεμογεννήτριες στην Άνδρο

Ανεμογεννήτριες: μία ασταθής λύση με πολλαπλές επιπτώσεις

Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανεμογεννήτριες αποτελεί έναν παράγοντα αστάθειας για
το εθνικό δίκτυο παροχής ηλεκτρισμού. Ο λόγος είναι η έντονη μεταβλητότητα του ανέμου. Η
αυξομείωση στην ένταση του ανέμου προκαλεί αντίστοιχη αυξομείωση της τάσης του
παραγόμενου ρεύματος, γεγονός που καθιστά την άμεση σύνδεση των αιολικών σταθμών στο
κεντρικό δίκτυο απαγορευτική. Συνεπώς, απαιτείται η κατασκευή σταθμών ταχείας απόκρισης για
τη σταθεροποίηση της παροχής της ηλεκτρικής ενέργειας στο εθνικό δίκτυο. Οι σταθμοί αυτοί
λειτουργούν με φυσικό αέριο, γεγονός που αυξάνει έμμεσα το κόστος της παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας από αιολικά. Σε αυτό αξίζει να συνυπολογίσουμε ότι η απόδοση του φυσικού αερίου
κατά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι αρκετά μικρότερη από την αντίστοιχη απόδοσή του
κατά την οικιακή χρήση (θέρμανση, μαγείρεμα). Έτσι, η συγκεκριμένη μέθοδος εξισορρόπησης της
ενέργειας από αιολικά, εκτός από οικονομικά ασύμφορη είναι και ενεργειακά μη αποδοτική.
Δεν είναι όμως η αυξομείωση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά το μοναδικό
πρόβλημα αυτής της τεχνολογίας. Η έντονη μεταβλητότητα του ανέμου δεν επιτρέπει σε αυτή τη
μορφή ενέργειας να αντικαταστήσει την παραγωγή από ορυκτά καύσιμα, ακριβώς επειδή δεν είναι
σταθερή. Για αυτό, η παραγωγή της λεγόμενης «ενέργειας βάσης» θα πρέπει να εξακολουθήσει να
παράγεται από ορυκτά καύσιμα, διότι είναι η μόνη μέθοδος που μπορεί να εξασφαλίσει
σταθερότητα παροχής, για την οποία έχει σχεδιαστεί το υπάρχον δίκτυο ηλεκτροδότησης. Αυτό
καθιστά την παραγωγή από αιολικά μία συμπληρωματική πηγή ενέργειας, η οποία θα πρέπει να
αντιμετωπιστεί ως τέτοια και με βάση αυτό το χαρακτήρα της να υπολογιστεί και το κόστος της.
Η απάντηση των υποστηρικτών της παραγωγής ενέργειας από αιολικά στο παραπάνω πρόβλημα
είναι η εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη, με το σκεπτικό ότι
πάντα κάπου θα φυσάει, συνεπώς μπορεί να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο σταθερό φορτίο. Και είναι
ένα πολύ χρήσιμο σκεπτικό, διότι οδηγεί στο πολύ κρίσιμο ερώτημα του κόστους αυτής της μορφής
ενέργειας. Πόσο κοστίζει λοιπόν η παραγωγή ενέργειας από ανεμογεννήτριες, αν υιοθετήσουμε το
μοντέλο της σύνδεσης όσο το δυνατόν περισσότερων ανεμογεννητριών στο δίκτυο;
Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση της Άνδρου: στο πλαίσιο του παραπάνω σκεπτικού
έχουν κατατεθεί στην Άνδρο μέχρι στιγμής αιτήσεις εγκατάστασης αιολικών σταθμών με
δυνατότητα παραγωγής 334 μεγαβάτ, εκ των οποίων έχουν εγκριθεί πάνω από τα μισά.
Υπολογίζοντας με ένα μέσο κόστος εγκατάστασης 1,5 εκατομμύρια ευρώ ανά μεγαβάτ, το συνολικό
κόστος εγκατάστασης των παραπάνω αιολικών σταθμών ανέρχεται σε 500 εκατομμύρια ευρώ. Αν
λάβουμε υπόψη και τη Μελέτη Επάρκειας Ισχύος του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς
Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) για τη χρονική περίοδο 2013-2020, όπου αναφέρεται ότι «η ωριαία
παραγωγή των αιολικών λαμβάνεται υπόψη ίση με το 10% της εγκατεστημένης ισχύος τους», τότε
το κόστος κάθε παραγόμενου μεγαβάτ υπολογίζεται σε 15 εκατομμύρια ευρώ, εκτοξεύοντας το
συνολικό κόστος παραγωγής (όχι εγκατάστασης) σε 5 δις. ευρώ, χωρίς να συνυπολογίσουμε το
κόστος της κατασκευής και λειτουργίας των σταθμών ταχείας απόκρισης, το κόστος της
διασύνδεσης της Άνδρου με το ηπειρωτικό δίκτυο μέσω καλωδίου υψηλής τάσης και τέλος το
κόστος απομάκρυνσης των ανεμογεννητριών μετά το πέρας του κύκλου ζωής τους. Όλη αυτή η
τεράστια δαπάνη για την παραγωγή 35 MW σε έναν τόπο, όπου η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας
κατά τους καλοκαιρινούς μήνες δεν ξεπερνάει τα 15MW και τη στιγμή που ούτε καν εξασφαλίζεται
ότι η παραγωγή θα συμπίπτει χρονικά με τη ζήτηση, αφού δεν υφίσταται η δυνατότητα
αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά. Και ας μην ξεχνούμε ότι το κόστος αυτό
αφορά μόνο το νησί της Άνδρου!
Το αμέσως επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι το ποιος θα επωμιστεί όλο αυτό το κόστος; Η
απάντηση είναι προφανής: ο καταναλωτής του ρεύματος μέσω της κρατικής επιδότησής του, υπό
τη μορφή του ειδικού τέλους μείωσης αερίων ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) που ήδη πληρώνουμε σε κάθε
λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος.
Είναι άραγε λογική η υιοθέτηση ενός τόσο ακριβού μοντέλου παραγωγής ενέργειας; Ή μήπως
μπορεί να θεωρηθεί πράσινη μία ενέργεια, η παραγωγή της οποίας συνεπάγεται την καταστροφή
του φυσικού περιβάλλοντος και τη μη-αναστρέψιμη αλλοίωση του τοπίου στα μέρη όπου πρόκειται
να παραχθεί; Ας μην λησμονούμε ότι μιλάμε για την Ελλάδα, μία χώρα, όπου λόγω της ταχείας και
εκτεταμένης φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού της, ήδη ολοένα περισσότερα
νοικοκυριά αδυνατούν οικονομικά να ηλεκτροδοτηθούν; Και ταυτόχρονα για μία χώρα, της οποίας
το σπάνιας βιοποικιλότητας και απαράμιλλης ομορφιάς φυσικό περιβάλλον αποτελεί τον
σημαντικότερο φυσικό της πόρο, από την αξιοποίηση του οποίου μπορεί να προκύψουν
προοπτικές εξόδου από τη βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση που βιώνουμε. Μία «λύση» του
ενεργειακού προβλήματος της χώρας που προσθέτει νέα οικονομικά βάρη στην ήδη χειμαζόμενη
ελληνική κοινωνία και απειλεί να καταστρέψει τη σημαντικότερη μελλοντική προοπτική ευημερίας
της μόνο ως μη-λύση μπορεί να θεωρηθεί.
Δύο πράγματα τελευταία: πρώτον, το φυσικό περιβάλλον δεν ανήκει σε κανένα! Το δανειζόμαστε
από τις μελλοντικές γενιές και έχουμε ιερή υποχρέωση να τους το παραδώσουμε τουλάχιστον όπως
το παραλάβαμε, αν όχι καλύτερο. Και δεύτερον, θεωρήσαμε αυτονόητη την ευημερία που γνώρισε
η χώρα μας από τη μεταπολίτευση έως και τα μισά της πρώτης δεκαετίας του 21 ου αιώνα, χωρίς να
θέσουμε σε σοβαρή αμφισβήτηση το στρεβλό οικονομικό μοντέλο στο οποίο βασίστηκε, με τις
γνωστές συνέπειες που βιώνουμε από την εποχή των μνημονίων. Κινδυνεύουμε με ανάλογες αν όχι
χειρότερες συνέπειες εάν θεωρήσουμε αυτονόητο το αφήγημα της λεγόμενης «πράσινης»
ανάπτυξης. Άραγε το αξίζουμε; Το άμεσο μέλλον θα δείξει…


Σχόλια